παροξυντής

παροξυντής
παροξ-υντής, οῦ, ,
A stimulator : hence οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑτ αίρων ὡς ἂν δὴ ἐρασταί, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παροξυντής — stimulator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυντής — ὁ, ΝΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που παροξύνει, που παρορμά, που ερεθίζει αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «παροξυνταί οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἄν δὴ ἐρασταί» …   Dictionary of Greek

  • παροξυνταί — παροξυντής stimulator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”